εννοια

εννοια
    ἔννοια
    ἔν-νοια
    ἥ
    1) мышление, тж. размышление
    

ἔννοιαν λαβεῖν Eur., Dem. — размышлять, обдумывать (ср. 4)

    2) внимательное обсуждение, внимание
    

(ἀληθές τι καὴ ἄξιον ἐννοίας Plat.)

    3) мысль, понятие, представление
    

(αἱ φαντασίαι καὴ αἱ αἰσθήσεις καὴ αἱ ἔννοιαι Arst.)

    4) общее представление
    

(ἔννοιαν μὲν λαβεῖν δυνατόν, ἐπιστήμην δὲ ἀδύνατον Polyb.)

    ἐννοίας χάριν Arst. — чтобы дать общее представление

    5) понимание
    

(εἰς ἔννοιαν ἐλθεῖν τῶν προειρημένων Polyb.)

    6) мысль, мнение
    

(τὰς αὐτὰς ἐννοίας ἔχειν περί τινος Diod.)

    7) здравый смысл
    

(παρὰ τέν ἔννοιαν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εννοια" в других словарях:

  • ἐννοία — ἐννοίᾱ , ἔννοια act of thinking fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοίᾳ — ἐννοίᾱͅ , ἔννοια act of thinking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔννοια — act of thinking fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έννοια — I 1. καθολική παράσταση, που περιλαβαίνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τους: Η έννοια του δέντρου. – Η έννοια της αρετής. 2. σημασία, νόημα: Η έννοια της λέξης «ανθρωπιά». 3. (ψυχ.), η εικόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… …   Dictionary of Greek

  • ἔννοιᾳ — ἔννοιαι , ἔννοια act of thinking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοίας — ἐννοίᾱς , ἔννοια act of thinking fem acc pl ἐννοίᾱς , ἔννοια act of thinking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… …   Dictionary of Greek

  • ἐννοίαι — ἐννοίᾱͅ , ἔννοια act of thinking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερεγώ — Έννοια της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που καθορίζει ότι η συμπεριφορά της ψυχής ρυθμίζεται από την υφή της σκέψης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, το υ. είναι το ιδεώδες του εγώ, είναι η τρίτη σημαντική διάρθρωση της σκέψης. Οι άλλες δυο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»